- παρακατοικίζω
- Α1. εγκαθιστώ κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο2. μέσ. παρακατοικίζομαιεγκαθιστώ κάποιον κοντά μου («ἤν γὰρ παρακατοικισώμεθα τοὺς εἵλωτας», Ισοκρ.)3. παθ. είμαι εγκατεστημένος, τοποθετημένος («[τὴν Κόρινθον] παρακατῳκίσθαι πάσαις [ταῑς θαλάτταις]», Αριστείο.).
Dictionary of Greek. 2013.