παρακατοικίζω

παρακατοικίζω
Α
1. εγκαθιστώ κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο
2. μέσ. παρακατοικίζομαι
εγκαθιστώ κάποιον κοντά μου («ἤν γὰρ παρακατοικισώμεθα τοὺς εἵλωτας», Ισοκρ.)
3. παθ. είμαι εγκατεστημένος, τοποθετημένος («[τὴν Κόρινθον] παρακατῳκίσθαι πάσαις [ταῑς θαλάτταις]», Αριστείο.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακατοικίζουσιν — παρακατοικίζω make to dwell pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακατοικίζω make to dwell pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρακατοικίζω make to dwell pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατοικισθέντος — παρακατοικίζω make to dwell aor part pass masc/neut gen sg παρακατοικίζω make to dwell aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατοικισώμεθα — παρακατοικίζω make to dwell aor subj mid 1st pl παρακατοικίζω make to dwell aor subj mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατοικίζων — παρακατοικίζω make to dwell pres part act masc nom sg παρακατοικίζω make to dwell pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατῳκισμένους — παρακατοικίζω make to dwell perf part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατῳκίσθαι — παρακατοικίζω make to dwell perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατοικώ — έω, Α κατοικώ κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακατοικίζω, κατά τα συνηρημένα σε έω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”